΄Αρθρο του προέδρου του ΔΣΑ και προέδρου της Ολομέλειας Δ. Βερβεσού, στο "Βημα της Κυριακής" για τις εξελίξεις στην υπόθεση των υποκλοπών.
" H Εισαγγελέας του ΑΠ, μετά την επιλογή της από την Κυβέρνηση στην συγκεκριμένη θέση, αφαίρεσε την έρευνα της υπόθεσης από τους αρμόδιους Εισαγγελείς Πρωτοδικών, προκειμένου να ανατεθεί σε Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επικαλούμενη την αναβάθμιση της έρευνας, γεγονός που δεν έχει συμβεί σε άλλες επίσης μείζονος σημασίας υποθέσεις, κατά το παρελθόν.
Στο πλαίσιο της προκαταρκτικής έρευνας για την άσκηση ποινικής δίωξης αρκούσαν απλές ενδείξεις, οι οποίες κρίθηκε ότι δεν συνέτρεχαν, με αποτέλεσμα η υπόθεση να τεθεί στο Αρχείο και να μην αχθεί σε περαιτέρω διερεύνηση από Δικαστή- Ανακριτή, πλέον του Εισαγγελέα, που επελήφθη.
Η Εισαγγελέας του ΑΠ για να δικαιολογήσει την έλλειψη αιτιολογίας στις διατάξεις για την άρση του απορρήτου, επικαλείται την από 16.2.2023 απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ (υπόθεση C-349/21).
Παραλείπει όμως, να αναφερθεί στο πλήρες σκεπτικό της, σύμφωνα με το οποίο για να εκδοθεί αναιτιολόγητη διάταξη άρσης απορρήτου επικοινωνιών, ως απαραίτητες προϋποθέσεις τίθενται αφενός η ύπαρξη αιτιολογημένου και εμπεριστατωμένου αιτήματος της αρμόδιας Αρχής, από το οποίο μπορούν να συναχθούν ευχερώς οι λόγοι της παρακολούθησης και αφετέρου το δικαίωμα πλήρους πρόσβασης του παρακολουθουμένου στο σχετικό φάκελο, προϋποθέσεις που δεν συνέτρεχαν στις συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Επίσης, παραλείπει να αναφερθεί στην αριθ. 4600/2005 απόφαση του ΣτΕ, σύμφωνα με την οποία το απόρρητο για λόγους κρατικής Ασφαλείας ή δημόσιας τάξης δεν ισχύει έναντι της Ελληνικής Δικαιοσύνης και ότι υφίσταται υποχρέωση της Διοίκησης να προσκομίσει έγγραφα, τα οποία έχουν χαρακτηριστεί απόρρητα για τους λόγους αυτούς.
Εφόσον η Εισαγγελέας του ΑΠ έκρινε σύννομες τις παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ οφείλει να γνωστοποιήσει τους λόγους που τις επέβαλαν πρωτίστως στα υπό παρακολούθηση πρόσωπα, σύμφωνα και με την πρόσφατη αριθ. 465/2024 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ.
Δυστυχώς, από όλα τα ανωτέρω, προκύπτει ότι αποφλοιώνεται το Κράτος Δικαίου και μάλιστα από συμπεριφορές λειτουργών του και πλήττεται η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τη Δικαιοσύνη.
Σύμφωνα την τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (EU Justice Scoreboard quantantive data 2024) η αρνητικές γνώμες των Ελλήνων πολιτών για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης ανέρχονται σε ποσοστό 56%, ενώ οι θετικές στο 41%.
Επίσης, από τα στοιχεία του ΕΔΔΑ (Ιανουάριου 2023), προκύπτει ότι, επί συνόλου 1082 αποφάσεων του Δικαστηρίου με εγκαλουμένη την Ελλάδα για παραβίαση της δίκαιης δίκης, διαπιστώθηκε παράβαση σε 969 από αυτές (ποσοστό 89,5%).
Η αλληλεπίδραση μεταξύ της Δικαιοσύνης και της Εκτελεστικής Εξουσίας, διατρέφεται ιδίως από την επιλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων από την Κυβέρνηση και την τοποθέτηση ανωτάτων δικαστών σε δημόσιες θέσεις αμέσως μετά την αφυπηρέτηση τους.
«Η γυναίκα του καίσαρος δεν αρκεί να είναι τιμία αλλά πρέπει να φαίνεται και προς τούτο».
Χωρίς Δικαιοσύνη και Κράτος Δικαίου δεν υπάρχει δημοκρατία. "