Η δικαστική ανεξαρτησία συνίσταται στην ελευθερία του δικαστή να αποφαίνεται αποκλειστικά με βάση τη συνείδησή του, στηριζόμενος στον νόμο, χωρίς να υπόκειται σε πιέσεις, εκφοβισμό ή επιρροή, από οποιαδήποτε πηγή και αν προέρχονται.
Η δικαστική ανεξαρτησία δεν είναι δικαστικό προνόμιο, αλλά εγγύηση υπέρ των πολιτών, καθώς συναρτάται άμεσα με την εμπέδωση του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Τη δικαστική ανεξαρτησία θίγουν πάσης φύσεως παρεμβάσεις που στόχο έχουν να επηρεάσουν, να αλλοιώσουν ή να μεταβάλουν την κατ’ ουσία δικαστική κρίση.
Σοβαρά θεσμικά προβλήματα που κατατείνουν στην απίσχνανσή της συνιστούν τόσο η συνταγματική επιταγή του διορισμού της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων από την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία, όσο και η σύμφυση εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας μέσω του πρόσφατα εκδηλωθέντος φαινομένου αθρόας τοποθέτησης σε υψηλά αμειβόμενες θέσεις του Δημόσιου χώρου και των Ανεξάρτητων Αρχών αφυπηρετούντων ανωτάτων δικαστικών λειτουργών και μάλιστα αμέσως μετά την αφυπηρέτησή τους.
Η δικαστική ανεξαρτησία θίγεται επίσης και στην περίπτωση κατά την οποία κυβερνητικοί παράγοντες, αλλά και πολιτικά πρόσωπα, σχολιάζουν, επικριτικά και δημόσια, αποφάσεις δικαστηρίων οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους, ενόσω οι σχετικές υποθέσεις είναι εκκρεμείς στη δικαιοσύνη. Από την άλλη πλευρά, σε μια ευνομούμενη Πολιτεία η Δικαιοσύνη δεν μπορεί και δεν πρέπει να κείται υπεράνω κριτικής.
Η θεμιτή κριτική κινείται σε δύο άξονες:
Κατ’ αρχάς, οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να κρίνονται ως προς την επάρκεια και την τεκμηρίωση τους. Η κριτική που έχει τα γνωρίσματα της τεκμηριωμένης γνώμης αποδέχεται το κύρος της απόφασης, αμφισβητεί όμως αιτιολογημένα, την ορθότητά της. Η κριτική αυτή, εφόσον ασκείται με όρους μεθοδολογικής επάρκειας και καλοπιστίας, λειτουργεί προς όφελος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
Περαιτέρω, εξίσου θεμιτή είναι η θεσμική κριτική στο δικαστικό σύστημα. Η κριτική αυτή, εστιάζει όχι στο περιεχόμενο της δικαστικής κρίσης, αλλά στο οργανωτικό πλαίσιο και τους συστημικούς όρους απονομής της Δικαιοσύνης. Η κριτική που αφορά την αναγκαία επιτάχυνση απονομής της Δικαιοσύνης, τον οργανωτικό της εξορθολογισμό καθώς και τη διασφάλιση των απαραίτητων ανθρώπινων και υλικών πόρων εντάσσεται στο πλαίσιο αυτό και επίσης λειτουργεί προς το σκοπό βελτίωσης της απονομής της Δικαιοσύνης
. Το ΕΔΔΑ, μάλιστα, δέχεται πως οι δικαστές, όταν ενεργούν υπό την θεσμική τους ιδιότητα, πρέπει να ανέχονται πολύ αυστηρότερη κριτική σε σχέση με τους άλλους πολίτες (βλ. απόφαση Tavares de Almeida Fernandes and Almeida Fernandes κατά Πορτογαλίας, 29-5-2017, σκ. 63). Πέραν των ως άνω γενικών κατευθυντήριων αρχών για τα όρια θεμιτής κριτικής στους δικαστικούς θεσμούς, που θεμελιώνονται στο Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ, αλλά και τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών της ΕΕ, στο πλαίσιο του συστήματος θεσμικών ελέγχων και εξισορροπήσεων σε ενωσιακό επίπεδο, η ΣυνθΕΕ παρέχει ειδική αρμοδιότητα (άρθρο 7 ΣυνθΕΕ) στα θεσμικά όργανα της Ένωσης (Συμβούλιο, Επιτροπή Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) για τον έλεγχο της «ύπαρξης σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης από κράτος μέλος» των αξιών της Ένωσης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται το Κράτος Δικαίου (άρθρο 2 ΣυνθΕΕ).
Τούτο σημαίνει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει όχι μόνον δικαίωμα θεσμικής κριτικής εντός των ορίων που εκτέθηκαν, αλλά και ειδική αρμοδιότητα ελέγχου της ορθής και ταχείας απονομής της Δικαιοσύνης στα κράτη μέλη, υπό τον αυτονόητο όρο ότι δεν θίγεται η δικαστική ανεξαρτησία, δηλ. ότι δεν γίνονται υποδείξεις για την ουσία των υποθέσεων που έχουν αχθεί ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Υπενθυμίζεται ότι πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε Ψήφισμα και κατά της Ουγγαρίας με τις ψήφους Ελλήνων ευρωβουλευτών, που προέρχονται, μάλιστα, από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους.
Το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Φεβρουαρίου 2024 σχετικά με το Κράτος Δικαίου και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα εστιάζει ιδίως σε θεσμικές αδυναμίες της ελληνικής δικαιοσύνης (καθυστερήσεις, θεσμική εξάρτηση από την Κυβέρνηση, λόγω της επιλογής της ηγεσίας από αυτήν κλπ), ενώ όπου γίνεται μνεία συγκεκριμένων υποθέσεων (ανθρωποκτονία δημοσιογράφου, υπόθεση παράνομων παρακολουθήσεων, ναυάγιο της 14ης Ιουνίου 2023) η κριτική εντοπίζεται στις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και την έλλειψη προόδου των δικαστικών ερευνών.
Η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επέδειξε πρωτοφανή σπουδή αντίδρασης απέναντι στο Ψήφισμα του Ε.Κ. προκειμένου να αντικρούσει τις θέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκδίδοντας μάλιστα σχετικό Δελτίο Τύπου πριν την δημοσίευση του σκεπτικού της απόφασης (που αναμένεται).
Σημειωτέον ότι ο Αρειος Πάγος τέτοια σπουδή δεν έχει επιδείξει μέχρι σήμερα για τις καθημερινές υποθέσεις των απλών Ελλήνων πολιτών, με εξαίρεση την πολύκροτη πρόσφατη υπόθεση των Τραπεζών / Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων.
Κάθε δημοκρατικά ευαισθητοποιημένος πολίτης, θα ανέμενε από τη δικαστική λειτουργία να επιδείξει τα αναγκαία θεσμικά αντανακλαστικά για την υπέρβαση των αδυναμιών, όπου αυτές πράγματι εντοπίζονται και να λάβει επιβεβλημένα μέτρα επιτάχυνσης, ώστε η ορθή και ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης να μην μένει γράμμα κενό.
Το Κράτος Δικαίου υπηρετείται με διαρκή εγρήγορση και ανάληψη πρωτοβουλιών για την υπέρβαση των παθογενειών, όπου και αν εντοπίζονται και όχι με επικοινωνιακές κινήσεις, που στόχο έχουν να μείνει η δικαιοσύνη στο απυρόβλητο έναντι πάσης κριτικής.