Συμμετοχή ΔΣΑ στην Πανδικαστική Συγκέντρωση>
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
Αθήνα, 5-9-2010
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών συμμετείχε σήμερα στην Πανδικαστική Συγκέντρωση που έλαβε χώρα έξω από τον Άρειο Πάγο. Στη συγκέντρωση παρευρέθηκαν ο Πρόεδρος του ΔΣΑ κ. Γιάννης Αδαμόπουλος και οι Σύμβουλοι κ.κ. Παναγιώτης Γαλετσέλλης και Άγγελος Βρεττός, καθώς επίσης και οι Πρόεδροι των Δικηγορικών Συλλόγων Θεσσαλονίκης, Πειραιά και Πάτρας κ.κ. Νικόλαος Βαλεργάκης, Στέλιος Μανουσάκης και Νικόλαος Παπάκος.
Ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών κ. Αδαμόπουλος επεσήμανε τη συμπαράσταση του δικηγορικού σώματος στην προσπάθεια των δικαστικών λειτουργών να αποτραπούν ρυθμίσεις που θα ισοδυναμούν στην πραγματικότητα με υποβάθμιση του θεσμού της Δικαιοσύνης, κατά καταστρατήγηση του ισχύοντος νομοθετικού και συνταγματικού πλαισίου και σημείωσε επί λέξει τα ακόλουθα:
«Το δικηγορικό σώμα περιβάλλει ανέκαθεν τη δικαστική κοινότητα και τους εκπροσώπους αυτής με σεβασμό, αναγνωρίζοντας το σημαντικό και διακριτό ρόλο που καλούνται να διαδραματίσουν οι Δικαστές στα πλαίσια μιας ευνομούμενης πολιτείας.
Δικαστές και Δικηγόροι πασχίζουν καθημερινά, μέσα σε πληθώρα αντιξοοτήτων και δυσλειτουργιών, για ένα κοινό καλό: την απονομή της Δικαιοσύνης και την εύρυθμη λειτουργία της ως θεσμού. Στο πλαίσιο αυτό η συνεργασία που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των Δικαστικών Ενώσεων και των κατά τόπους Δικηγορικών Συλλόγων είναι διαχρονική, αγαστή και έχει ως πρώτιστο μέλημα την ομαλή πορεία της Δικαιοσύνης.
Ωστόσο, δυστυχώς διαπιστώνουμε ότι – κατά τρόπο συστηματικό – η Δικαιοσύνη αντιμετωπίζεται με κριτήρια αμιγώς οικονομικά, που αποσκοπούν στην αποκόμιση βραχυπρόθεσμων και μόνο οφελών, εκθέτοντας, ωστόσο, τον ίδιο το θεσμό σε πρωτοφανείς κινδύνους, παραβλέποντας τη λειτουργία της ειδικής μισθολογικής μεταχείρισης των Δικαστικών λειτουργών ως εχέγγυου σύμφωνης με τους νόμους εκτέλεσης των καθηκόντων τους.
Στο στόχαστρο τίθενται πλέον και οι αποδοχές των Δικαστικών λειτουργών, κατά τρόπο που αποδεικνύει όχι συγκεκριμένη στόχευση στις υιοθετούμενες πολιτικές αλλά εξωτερίκευση μίας πρωτοφανούς απαξίωσης του ίδιου του θεσμού της Δικαιοσύνης και καταφανή πλέον πρόθεση στοχοποίησης συλλήβδην ενός ολόκληρου επαγγελματικού κλάδου. Στο πλαίσιο, ωστόσο, αυτό επιβάλλεται να τονιστεί ότι η ειδική και προσεκτική μισθολογική μεταχείριση των Δικαστικών λειτουργών - για προφανείς λόγους και με τρόπο αντάξιο του λειτουργήματος που επιτελούν - ουδόλως τίθεται υπό αμφισβήτηση, αλλά αντίθετα προκύπτει ως αναγκαιότητα, πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή κατά την οποία αναγνωρίζεται και κατοχυρώνεται ρητά διά του άρθρου 88 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, η αναγνώριση του μισθολογικού τους καθεστώτος ως ειδικού και προστατευόμενου από το ελληνικό Σύνταγμα, οδηγεί αναπόφευκτα και στο χαρακτηρισμό του ως μη δεκτικού οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης και συνδιαλλαγής με κάθε παράγοντα, θεσμικό ή εξωθεσμικό.
Σύμφωνα μάλιστα με την υπ’ αριθμ. 13/2006 απόφαση του Μισθοδικείου «εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας αυτής θεωρεί ο συνταγματικός νομοθέτης και την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστών, την οποία καθιερώνει ευθέως, επιτάσσοντας τη χορήγηση σε αυτούς αποδοχών ανάλογων προς το λειτούργημά τους, ήτοι προς την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, και, συνεπώς, λόγω της ισοτιμίας της λειτουργίας αυτής προς τις λοιπές δύο, αποδοχών όχι κατώτερων από τις αποδοχές των αντίστοιχων οργάνων των άλλων λειτουργιών.
Η δικηγορική κοινότητα καλεί την Πολιτεία να απέχει από ευκαιριακές λογικές και αδιέξοδες πολιτικές αποσπασματικού χαρακτήρα και να αναλάβει τις ευθύνες της για τη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα της ελληνικής Δικαιοσύνης, επιδεικνύοντας πνεύμα συνεννόησης με τους λειτουργούς της για την αποκατάσταση του κύρους της. Οι ευθύνες αυτές αναφορικά με την αντιμετώπιση των πάγιων, διαχρονικών και πραγματικών προβλημάτων της Δικαιοσύνης, δηλαδή των τεράστιων ελλείψεων σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή, είναι δεδομένες και καθιστούν επιτακτική την ανάληψη στοχευμένων δράσεων, κατόπιν ουσιαστικού διαλόγου με τους συλλειτουργούς του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης, έτσι ώστε να οδηγηθούμε σε ουσιαστική αναμόρφωση του θεσμού.».
Από το Γραφείο Τύπου