Κατά την ετήσια γενική συνέλευση της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων (13.12.2003) είχα την ευκαιρία να διατυπώσω τις απόψεις μου επί ορισμένων ζητημάτων που ανακύπτουν στα ποινικά δικαστήρια από την εφαρμογή του άρθρου 349 Κ.Π.Δ. μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 29 του ν. 3160/2003.
Το γεγονός ότι: α) δεν συμμετείχαν στη γενική συνέλευση όλοι οι δικαστές, ώστε να καταστούν άμεσα κοινωνοί των σχετικών απόψεών μου και β) η συγκληθείσα Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών σχετικά με την εφαρμογή της άνω διατάξεως και οι αναφερόμενες στην απόφασή της διαπιστώσεις μου δημιούργησαν την εντύπωση ότι από ορισμένες συνθέσεις ίσως παρερμηνεύονται οι νέες ρυθμίσεις ιδίως στο ζήτημα της διακοπής της συνεδριάσεως ή της δίκης, δικαιολογεί τη διατύπωση των ακόλουθων διευκρινίσεων:
1) Κατά τα εδάφια β' και γ' της παραγρ. 1 του άρθρου 349 Κ.Π.Δ. το δικαστήριο «μπορεί επίσης να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης….». (εδ. β') και δεύτερη αναβολή «μπορεί να διαταχθεί μόνον εφόσον βεβαιώνεται αιτιολογημένα στην απόφαση ότι δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί το σημαντικό αίτημα με τη διακοπή» (εδ.γ'). Είναι σαφές ότι:α) το δικαστήριο ΔΥΝΑΤΑΙ και ΔΕΝ ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ να διατάξει τη διακοπή της δίκης. Η διακοπή διατάσσεται κατά τnv κρίση του αντί της αναβολής της δίκης και β) η αδυναμίά αντιμετωπίσεως του σημαντικού αιτίου με διακοπή απλώς είναι ρητή προϋπόθεση για τη χορήγηση περαιτέρω αναβολής. Δηλονότι και μετά την πρώτη αναβολή το δικαστήριο ΔΕN ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ να διατάξει τη διακοπή της. δίκης λόγω του σημαντικού αιτίου- αλλά για να χορηγήσει νέα αναβολή πρέπει να κρίνει και να βεβαιώσει ότι δεν είναι δυνατή η αντιμετώπιση του κωλύματος με διακοπή της δίκης. Και τούτο συμβαίνει: Είτε όταν δεν είναι δυνατή αυτή καθ' εαυτήν η διακοπή (εντός του δεκαπενθημέρου) λόγω επισήμως προσδιορισμένης άλλης υπηρεσίας των μελών της συνθέσεως ή ανυπαρξίας αίθουσας ή αποδεικνυομένοu σοβαρού κωλύματος άλλου παράγοντα της δίκης. Είτε εφόσον με την - κατ' αρχήν δυνατή διακοπή δεν αντιμετωπίζεται το εμπόδιο.
2) Το δικονομικό μέτρο της διακοπής έχει εισαχθεί για να διευκολύνει ουσιαστικά την έγκαιρη και κανονική διεξαγωγή της δίκης. Αν όμως διατάσσεται χωρίς προηγούμενη ορθή εκτίμηση του δικαστηρίου για την αποτελεσματικότητά της -αναποτελεσματική δε είναι και όταν η άμετρη διάταξή της προκαλεί δυσλειτουργίες στο δικαστήριο - εκφεύγει του σκοπού της.
3) Έχουν διατυπωθεί _ κυρίως σε επιστημονικές διαλέξεις σχετικές με την ως άνω τροποποίηση -αντιρρήσεις ως προς την συμβατότητα της νέας ρυθμίσεως προς τις διατάξεις της Συμβάσεως της Ρώμης της 4.11.1950, κατά το μέρος που προβλέπονται ειδικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση μόνο δεύτερης και τρίτης αναβολής. Η απαιτούμενη όμως μνεία στην απόφαση της συνδρομής ή της μη συνδρομής των οριζομένων στη νέα διάταξη - προϋποθέσεων για την αναβολή δεν αποτελεί άλλο παρά αιτιολόγηση της αποφάσεως, που αποτελεί υποχρέωση του δικαστού - και για την αναβλητική απόφαση - κατ' άρθρο 139 Κ.Π.Δ.. (όπως αυτό έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996) και συνάδει προς τους κανόνες της ΕΣΔΑ. Ενώ περαιτέρω η πρόβλεψη - με την άνω διάταξη - προϋποθέσεων μόνο για δεύτερη και Τρίτη αναβολή, δεν αποκλείει την κρίση του δικαστού για χορήγηση και ΤΕΤΑΡΤΗΣ αναβολής, μόνον εφόσον: α) συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται στην άνω διάταξη για την χορήγηση τρίτης αναβολής και β) συγχρόνως στη συγκεκριμένη περίπτωση όχι απλώς προβάλλεται κώλυμα και ζητείται νέα αναβολή, αλλά το δικαστήριο κρίνει ότι με τη μη χορήγηση της τελευταίας αυτής αναβολής παραβιάζεται η υποχρέωση της πολιτείας για σεβασμό ορισμένου δικαιώματος εκ των προστατευομένων από την ΕΣΔΑ.
4) Από την επικοινωνία μου με τους δικαστές πολλών δικαστηρίων της χώρας αλλά και
από γενικότερη ενημέρωση έχω την ασφαλή εντύπωση ότι η από των αρχών του δικαστικού έτους, ουσιαστικώς, εφαρμογή της νέας ρυθμίσεως βελτιώνει σταθερά το χρόνο περατώσεως των ποινικών δικών.
Προσεκτική κατά τα ανωτέρω εφαρμογή των διατάξεων του 349 Κ.Π.Δ. θα οδηγήσει σε αποφυγή δυσλειτουργιών στην ποινική διαδικασία και σε δημιουργία μιας νέας, υγιούς, νοοτροπίας σεβασμού στην περάτωση της ποινικής δίκης σε εύλογο χρόνο. Στόχο δηλαδή που ρητά προβλέπεται στο άρθρο 6 της EΣΔ ως περιεχόμενο της οφειλόμενης από την πολιτεία «δίκαιης δίκης».
Ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου
Γεώργιος Κάπος