Την περασμένη Τετάρτη 11.1.2023 υπήρξε συνεργασία του Προέδρου της Τριμελούς Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών με τον ΔΣΑ δια του εκπροσώπου του στο Πρωτοδικείο, Φώτη Γιαννούλα προκειμένου να διαμορφωθεί συναντίληψη σε σχέση με τον τρόπο εφαρμογής των νέων διατάξεων του ΚΠολΔ και δη του άρθρου 237 ΚΠολΔ ως έχει μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4842/2021, ώστε με εσωτερική πράξη του Δικαστηρίου να δοθούν κατευθύνσεις για την εφαρμογή του.
Σταχυολογούμε τα σημαντικότερα σημεία, για τα οποία είναι αναγκαίο να πληροφορηθεί το δικηγορικό σώμα:
(α) Σύμφωνα με τις νέες παρ. 8 και 9 του άρθρου 237 ΚΠολΔ η πραγματογνωμοσύνη στην τακτική διαδικασία διατάσσεται όχι με δικαστική απόφαση, αλλά με διάταξη, προκειμένου η αξιολόγησή της να γίνεται από την ίδια σύνθεση που εξέδωσε την διάταξη.
Η έκδοση της διάταξης αναρτάται στο «solon» η δε ανάρτηση επέχει θέση κλήτευσης, ενώ στο «solon» αναρτάται και η γνωστοποίηση της κατάθεσης της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης. Επειδή όμως και από τα δύο γεγονότα (έκδοση διάταξης και κατάθεση της έκθεσης) συναρτώνται σημαντικές έννομες συνέπειες (από την κατάθεση της έκθεσης αφετηριάζεται 8ήμερη προθεσμία αντίκρουσης) είναι σημαντικό πέραν της ανάρτησης να διευκολύνεται η πραγματική γνώση των πληρεξουσίων δικηγόρων για τα γεγονότα αυτά. Υπήρξε ταύτιση απόψεων για την ανάγκη τόσο η έκδοση της διάταξης, όσο και η κατάθεση της έκθεσης να γνωστοποιούνται στους πληρεξουσίους δικηγόρους με e-mail στις δηλωθείσες ηλεκτρονικές διευθύνσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων
. Τούτο παρέχεται ως δυνατότητα στο άρθρο 237 ΚΠολΔ, αλλά δρομολογείται αυτό να καταστεί υποχρεωτικό μέρος της εργασίας των γραμματέων στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ενώ παράλληλα θα επιχειρηθεί να διαμορφωθεί κοινή στάση από τους δικαστές του Δικαστηρίου ότι η 8ήμερη προθεσμία της παρ. 9 του άρθρου 237 θα αφετηριάζεται όχι από την ανάρτηση στο solon, αλλά από την γνωστοποίηση της κατάθεσης της έκθεσης με e-mail.
Για αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό να αναγράφουμε στα δικόγραφα τις ηλεκτρονικές μας διευθύνσεις.
Είναι αυτονόητο ότι το ζήτημα της έναρξης της προθεσμίας από την γνωστοποίηση και όχι από την ανάρτηση πρέπει να λυθεί με νομοθετική παρέμβαση, για την οποία θα αναληφθεί άμεσα πρωτοβουλία από τον ΔΣΑ.
(β) Η νέα διαδικασία για την πραγματογνωμοσύνη εφαρμόζεται και στις ειδικές διαδικασίες
.Το νέο άρθρο 591 ΚΠολΔ, όμως, παραπέμπει μόνο στην παρ. 8 του άρθρου 237 και όχι και στην παρ. 9 του ιδίου άρθρου που αναφέρεται στο δικαίωμα αντίκρουσης εντός των 8 ημερών από την κατάθεση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης. Με πράξη της Διοίκησης θα παρέχεται διευκρίνιση προς τους δικαστές ότι δεν μπορεί παρά η παραπομπή να περιλαμβάνει και την παρ. 9, ώστε να μην γεννάται αμφιβολία ότι είναι δυνατή και στην περίπτωση των ειδικών διαδικασιών η εντός 8ημέρου αντίκρουση.
(γ) Αντικατάσταση πραγματογνώμονα: Ενώ παραμένει ισχύουσα η διάταξη του άρθρου 370 παρ. 2 ΚΠολΔ (αντικατάσταση με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων) με πράξη της Διοίκησης του Δικαστηρίου θα προτρέπονται οι δικαστές να κάν0υν χρήση των τελευταίων εδαφίων της παρ. 8 του άρθρου 238 ΚΠολΔ («Ο δικαστής που έχει οριστεί ως εισηγητής ή ο πρωτοδίκης ή ο ειρηνοδίκης αποφασίζει για όλα τα σχετικά με την απόδειξη διαδικαστικά ζητήματα. (…).
Η άνω διάταξη ανακαλείται είτε αυτεπαγγέλτως είτε με αίτηση των διαδίκων»), ώστε η διάταξη περί διορισμού πραγματογνώμονα να μπορεί να ανακληθεί, άρα και μεταρρυθμισθεί με αίτηση του διαδίκου προς τον εισηγητή ή τον πρωτοδίκη.
(δ) Σε περίπτωση που μετά την έκδοση της διάταξης της παρ. 8 (για την πραγματογνωμοσύνη) ο δικαστής ή ο εισηγητής αποβιώσει, παραιτηθεί κλπ., το Πρωτοδικείο Αθηνών κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 237 παρ. 8 εδ β΄ ΚΠολΔ θα διαγράφει την υπόθεση από τη χρέωση του συγκεκριμένου δικαστή και θα ακολουθεί νέα χρέωση για την εξακολούθηση της δίκης.
(ε) Τέλος, έχει υπάρξει ζήτημα με υποθέσεις τακτικής διαδικασίας που συζητούνται μετά την έκδοση απόφασης κατά τα άρθρα 249 και 250 ΚΠολΔ. Ως προς το χρόνο κατάθεσης των προτάσεων, ο Κώδικας προβλέπει δύο περιπτώσεις. Γενικά προβλέπεται (τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 237) ότι οι (μη υποχρεωτικές, συμπληρωματικές) προτάσεις κατατίθενται επί της έδρας («οι διάδικοι μπορούν να καταθέτουν συμπληρωματικές προτάσεις το αργότερο μέχρι τη νέα συζήτηση της υπόθεσης»).
Αν όμως συντρέχει περίπτωση οψιγενών ή παραχρήμα αποδεικνυόμενων ισχυρισμών (κατά την παρ. 5 του άρθρου 237), τότε οι προτάσεις κατατίθενται 20 μέρες προ της δικασίμου και η αντίκρουση επ’ αυτών 10 ημέρες προ της δικασίμου. Έχουν παρατηρηθεί διάφορες δυσλειτουργίες κατά την εφαρμογή του άρθρου αυτού:
Αφ’ ενός μεν κάποιοι δικαστές αρνούνται να παραλάβουν φάκελο επί της έδρας με το σκεπτικό ότι δεν είναι δυνατό στη «νέα τακτική» να κατατίθενται φάκελοι επί της έδρας, παραγνωρίζοντας έτσι το αναμφισβήτητο γράμμα του τελευταίου εδ. της παρ. 3 (όμοιο με τις διατάξεις που αναμφισβήτητα προβλέπουν κατάθεση προτάσεων επί της έδρας.
Αφ’ ετέρου κάποιοι γραμματείς σημειώνουν ως εκπρόθεσμες προτάσεις που κατατίθενται σε χρονικό σημείο που απέχει λιγότερες από 20 ημέρες από την δικάσιμο.
Επειδή το ζήτημα του χρόνου κατάθεσης προτάσεων έχει να κάνει με το ουσιαστικό περιεχόμενο των προβάλλομενων ισχυρισμών (επί της έδρας γενικά – προ 20ημέρου επί οψιγενών και παραχρήμα αποδεικνυόμενων) υπήρξε σύμπτωση απόψεων στο ότι δεν μπορεί να επιβληθεί ένα οριζόντιο μέτρο υποχρέωσης προκατάθεσης προτάσεων προ 20ημέρου ή αποκλεισμού της κατάθεσης επί της έδρας, ο δε δικάζων δικαστής θα κρίνει αν η κατάθεση των προτάσεων είναι εμπρόθεσμη ή όχι.
Άρα, μολονότι επί συζήτησης νέας τακτικής διαδικασίας μετά από απόφαση κατά τα άρθρα 249-250 ΚΠολΔ είναι ασφαλέστερο να καταθέτει κανείς προτάσεις προ 20ημέρου, το Δικαστήριο θα πρέπει να παραλαμβάνει προτάσεις ακόμη και επί της έδρας και η σύνθεση του δικαστηρίου κρίνοντας με βάση το περιεχόμενο των ισχυρισμών θα κρίνει αν οι ισχυρισμοί προβλήθηκαν εμπροθέσμως ή όχι.