ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
Ακαδημίας 60, 10679 Αθήνα
Τηλ. 210-33.98.270, 71
Αθήνα, 29-12-2011
Μεταξύ της πληθώρας των δοκιμασιών που διαρκώς υφίσταται, η Ελληνική Δικαιοσύνη έμελλε να υποστεί ένα ακόμα ισχυρότατο πλήγμα στην ίδια της την αξιοπιστία, εγείροντας σειρά εύλογων ερωτημάτων και εντείνοντας εντέλει δυστυχώς τους προβληματισμούς όλων μας για το διαφανές της λειτουργίας της. Οι πρόσφατες παραιτήσεις των Αντιεισαγγελέων - αρμόδιων για τη διερεύνηση οικονομικής φύσης υποθέσεων - κυρίων Πεπόνη και Μουζακίτη, η οποία συνοδεύτηκε από πρωτοφανείς και σοβαρότατες καταγγελίες περί παρεμβάσεων στο έργο τους, συνιστά ένα μείζον ζήτημα λειτουργίας και ανεξαρτησίας των θεσμών, σε μια περίοδο που η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητά τους βάλλονται πανταχόθεν.
Οι διαστάσεις που λαμβάνει η υποβολή των εν λόγω παραιτήσεων είναι ιδιαίτερες, αν αναλογιστεί κανείς τα σημαντικά καθήκοντα που είχαν ανατεθεί στους ως άνω Δικαστικούς λειτουργούς και συνίσταντο στην αντιμετώπιση μείζονος σημασίας υποθέσεων φοροδιαφυγής και γενικότερα οικονομικής εγκληματικότητας, σε καιρούς μάλιστα που η δυσμένεια της δημοσιονομικής συγκυρίας επιτάσσει άμεση και αποτελεσματική καταπολέμησή τους προς όφελος της ανακούφισης των κρατικών ταμειακών δυσχερειών, σύμφωνα αφενός μεν με τις αλλεπάλληλες και αγωνιώδεις εξαγγελίες της πολιτικής ηγεσίας του τόπου, αφετέρου δε με την αδιαμφισβήτητη αναγκαιότητα αποκατάστασης επιτέλους της φορολογικής νομιμότητας και του τερματισμού καταστάσεων ατιμωρησίας και αποφυγής καταβολής των οφειλόμενων προς το κράτος. Παράλληλα, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο και το γεγονός πως οι ως άνω Εισαγγελείς χειρίζονταν - μεταξύ άλλων - και τις υποθέσεις των CDS και των καταγγελιών (έπειτα και από τη μηνυτήρια αναφορά που κατέθεσε ο ΔΣΑ) σχετικά με την ΕΛΣΤΑΤ και τη διόγκωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, που είχε εντέλει ως συνέπεια την προσφυγή της χώρας στη δανειοδότηση από το μηχανισμό στήριξης των Ε.Ε.-Ε.Κ.Τ. και Δ.Ν.Τ., γεγονός που προσδίδει επιπλέον στην προαναφερθείσα εξέλιξη ενδεχομένως και πολιτικές διαστάσεις.
Δίχως να είμαστε σε θέση να εισέλθουμε στις λεπτομέρειες που οδήγησαν τους ανωτέρω Δικαστικούς λειτουργούς στην υποβολή των παραιτήσεών τους -έχοντας όμως απεριόριστη εκτίμηση στην ευσυνειδησία και στην ακεραιότητα του Έλληνα Δικαστή - αντιλαμβανόμαστε την ως άνω ενέργειά τους ως κίνηση διάσωσης της αξιοπρέπειας της πολυδιαφημιζόμενης και χιλιοειπωμένης (δυστυχώς, όπως πλέον διαπιστώνουμε, μόνο σε επίπεδο λόγων) διακήρυξης περί ανεξάρτητης Δικαιοσύνης, ως ενέργεια ικανή να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου σε όλους τους παράγοντες του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης πως το τελευταίο εξακολουθεί δυστυχώς να είναι διάτρητο, δεκτικό σε ανοίκειες, εξωθεσμικές και πρόδηλα αντισυνταγματικές παρεμβάσεις, που καταλήγουν εντέλει να πλήττουν όχι μόνον την ποιότητα της απονεμόμενης Δικαιοσύνης αλλά και το ίδιο το δημοκρατικό μας πολίτευμα.
Δεν μπορούμε πια να υπεκφεύγουμε. Το ζήτημα είναι βαθιά θεσμικό και απαιτεί άμεση αντιμετώπιση. Η σχετική πολιτική βούληση είναι το πρώτο απαραίτητο στοιχείο. Έφτασε η στιγμή να το αναλογιστούν όλοι και να αναλάβουν τις ιστορικές ευθύνες τους. Η Δικαιοσύνη, για να επιτελεί το σύμφωνο με τη φύση της σκοπό, επιβάλλεται να είναι ανεξάρτητη κατά τρόπο ουσιαστικό και κάθε της δράση να διέπεται από απόλυτη διαφάνεια. Είναι ανεπίτρεπτο να συντηρούνται φαινόμενα ανομίας και ατιμωρησίας που αποδεδειγμένα πλέον έχουν βλάψει ανεπανόρθωτα τη χώρα. Επιπρόσθετα, καθίσταται επιτακτικό - για λόγους συνταγματικής τάξης και νομιμότητας - κάθε προσπάθεια χειραγώγησης της Δικαιοσύνης να αποκρούεται και να στηλιτεύεται ως κατεξοχήν αλλοίωση και εν τοις πράγμασι κατάλυση των δημοκρατικών μας κατακτήσεων.
Θεωρούμε αυτονόητη την άμεση εκκίνηση κάθε θεσμικά προβλεπόμενης διαδικασίας για τη διερεύνηση των καταγγελιών των παραιτηθέντων Δικαστικών λειτουργών, που θα έχει τη μορφή όχι μιας συνήθους για τα ελληνικά δεδομένα διεκπεραιωτικής διαδικασίας, αλλά μιας ουσιαστικής και ενδελεχούς μελέτης όλων εκείνων των γεγονότων που ευθύνονται για την ανεπίτρεπτη προσθήκη ακόμα μιας κηλίδας στους πολύπαθους θεσμούς και στις δημοκρατικές μας κατακτήσεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ