ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
Ακαδημίας 60, 10679 Αθήνα
Τηλ. 210-33.98.270, 71
Αθήνα, 28.6.2011
ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ
Στη διάταξη του άρθρου 31 του κατατεθέντος στη Βουλή σχεδίου νόμου με τίτλο «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012 2015» προβλέπεται η επιβολή τέλους επιτηδεύματος στους επιτηδευματίες και τους ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα, που τηρούν βιβλία Β ή Γ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.
Η επιβολή της ανωτέρω επιβαρύνσεως αφορά ασφαλώς και στους Δικηγόρους, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τη συνολική φορολογική πίεση, που συνεχίζει σταθερά να ασκείται, με ασαφή και έωλα κριτήρια, προς τον επαγγελματικό μας κλάδο.
Οι προϋποθέσεις επιβολής του ως άνω τέλους επιτηδεύματος καταδεικνύουν την προχειρότητα, με την οποία θεσπίζονται οι δημοσιονομικές επιβαρύνσεις, καθώς καθίσταται πρόδηλη η θυσία των συνταγματικών επιταγών και των γενικών αρχών της φορολογίας στον βωμό της ταμιευτικής λογικής.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, μόνη η ιδιότητα του Δικηγόρου ελευθέρου επαγγελματία συνεπάγεται την υποχρέωση καταβολή του τέλους αυτού, άνευ οποιασδήποτε συνεκτιμήσεως του αποκτωμένου εκ της σχετικής δραστηριότητος εισοδήματος. Αποτέλεσμα αυτού είναι η επιβολή του τέλους να μην αντανακλά πραγματική φοροδοτική ικανότητα, παρά να παρουσιάζει μια επίπλαστη «αντικειμενική» οικονομική δυνατότητα, που ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ανεκτή σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις παρούσες συνθήκες ασκήσεως του δικηγορικού λειτουργήματος. Σε μια εποχή, που τα στατιστικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι οι Δικηγόροι Αθηνών, που στερούνται έστω και μίας παραστάσεως σε δικαστήριο ετησίως, εγγίζουν το ήμισυ του συνολικού αριθμού αυτών, η επιβολή ενός «κεφαλικού φόρου» δεν παρουσιάζεται μόνο ως νομικά προβληματική, αλλά και ως κοινωνικά άδικη. Ούτε, βεβαίως, προκύπτει από κάποιο αδιάσειστο στοιχείο ότι ο κάθε Δικηγόρος Αθηνών ευρίσκεται επαγγελματικά σε συνθήκες ευνοϊκότερες αυτών του οποιουδήποτε συναδέλφου είναι εγκατεστημένος σε πόλη με πληθυσμό μικρότερο των διακοσίων χιλιάδων (200.000) κατοίκων, ώστε να παρίσταται αρκούντως «δικαιολογημένη» η επιβάρυνση του πρώτου με αυξημένο τέλος έναντι του τελευταίου(!!!!). Το γεγονός αυτό έρχεται μετά την πρόσφατη νομοθετική κατάργηση των εδαφικών περιορισμών άσκησης της δικηγορίας, οπότε η ανισότητα όρων είναι αυταπόδεικτη.
Τα πρακτικά προβλήματα, που δημιουργήθηκαν εκ της σπουδής να επιβληθεί ο Φ.Π.Α. στις δικηγορικές υπηρεσίες, με τις στρεβλώσεις ως προς την εφαρμογή του φόρου αυτού να οφείλονται τόσο σε διοικητική αμέλεια (παράνομη ενσωμάτωση του Φ.Π.Α. στις αμοιβές των αυτεπαγγέλτως διοριζομένων Δικηγόρων, στις αμοιβές από απαλλοτριώσεις κ.λπ.), όσο και στις δεδομένες αδυναμίες της αγοράς (αδυναμία καταβολής του Φ.Π.Α. επιπλέον της αμοιβής από τους εντολείς), φαίνεται ότι δεν λειτούργησαν διδακτικά για τους νομοθετούντες, ώστε να αποφύγουν ανάλογα άτοπα.
Ο Δ.Σ.Α., σεβόμενος τον ρόλο του, αντιλαμβανόμενος τον προέχοντα επιστημονικό χαρακτήρα της δικηγορίας και αφουγκραζόμενος τα δίκαια αιτήματα των συναδέλφων για ορθολογική και συνταγματικά συνεπή φορολογική μεταχείριση, δηλώνει έτοιμος να εξαντλήσει κάθε νόμιμη οδό, ώστε να αποφευχθεί η εφαρμογή νομοθετικών ρυθμίσεων, που αφενός αντιβαίνουν προδήλως σε θεμελιώδεις αρχές και κανόνες και αφετέρου υποβιβάζουν τον ρόλο του Δικηγόρου ως συλλειτουργού στην απονομή της Δικαιοσύνης.
Καλούμε τον Καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου κ. Ευάγγελο Βενιζέλο, Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και Υπουργό Οικονομικών, να μελετήσει την ρύθμισή του και ν απαντήσει στο εύλογο ερώτημα αν αυτή είναι συμβατή με τον νομικό μας πολιτισμό. Ελπίζουμε πώς θα την αποσύρει. Αλλιώς οι δικηγόροι πρέπει να θεωρούν ότι διαμορφώνεται σκηνικό ώστε να παύσουν να υπάρχουν.