Η χθεσινή διαδικασία συζήτησης στα πλαίσια του Υπουργικού Συμβουλίου του προωθούμενου νομοσχεδίου για τη ρύθμιση του καθεστώτος χορήγησης αδειών ταξί και την εν γένει λειτουργία τους και οι σχετικές ενδοκυβερνητικές διχογνωμίες που ανέκυψαν δικαίωσαν δυστυχώς την από καιρό βεβαιότητά μας πως οι κατά καιρούς προωθούμενες «μεταρρυθμίσεις» δεν αποτελούν στο σύνολό τους επιταγές των δανειστών μας και της τρόικα, όπως εντέχνως επιχειρείται διαρκώς να παρουσιαστεί.
Πιο συγκεκριμένα, την τελευταία διετία σειρά επαγγελματικών κλάδων, μεταξύ αυτών και ο Δικηγορικός, έχουν στοχοποιηθεί κατά τρόπο συστηματικό ως κατά τεκμήριο προνομιούχοι εξαιτίας του δήθεν «κλειστού» τους χαρακτήρα, ο οποίος παρουσιάζεται τάχα ως γενεσιουργός αιτία της δημοσιονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει η χώρα και ως ανασχετικός της ανάπτυξης παράγοντας. Πάνω στο εν λόγω (εσφαλμένο και όλως αναντίστοιχο προς την ελληνική πραγματικότητα) σκεπτικό στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο η δράση της τρόικα και η εκ μέρους της απαίτηση προς την Ελληνική Κυβέρνηση για την απελευθέρωση των κατά τον όρο που κακώς επικράτησε «κλειστών» επαγγελμάτων, ως προϋπόθεση μάλιστα της εκταμίευσης των δόσεων του συναφθέντος με τη χώρα μας δανείου. Έτσι λοιπόν, στα πλαίσια των «μνημονιακών» της υποχρεώσεων, η Κυβέρνηση σπεύδει διαρκώς να υιοθετεί εντελώς άκριτα κάθε πρόταση έξωθεν προερχόμενη, επικαλούμενη την αναγκαιότητα συμμόρφωσης προς τις επιταγές των δανειστών μας, οι οποίες συνοδεύονται από τη ρητή θέση εκβιαστικών διλημμάτων.
Ωστόσο, καθίσταται πλέον πασιφανές πως μεταξύ των εν λόγω «μνημονιακής» σύλληψης «μεταρρυθμίσεων» παρεισφρύουν (με προφανείς σκοπιμότητες) και άλλες ρυθμίσεις, τις οποίες δεν υπαγορεύει φυσικά η τρόικα αλλά αποκλειστικά και μόνο κύκλοι εγχώριων οικονομικών συμφερόντων που επιχειρούν κατά τρόπο αθέμιτο και θεσμικά ανεπίτρεπτο να χειραγωγήσουν τη νομοθετική πρωτοβουλία. Στην προσπάθειά τους αυτή δυστυχώς ακόμα και κυβερνητικοί παράγοντες και άλλοι θεσμικά αρμόδιοι επιδεικνύουν πολλές φορές υπερβάλλοντα ζήλο και, διακατεχόμενοι από προσωπικές ιδεοληψίες, θέτουν επί τάπητος ρυθμίσεις, τη θέσπιση των οποίων όπως εντέλει αποδεικνύεται ουδέποτε απαίτησαν διά της τρόικα οι δανειστές μας, παρουσιάζοντας μάλιστα αυτές όχι ως προσωπικές τους προτάσεις αλλά ως δήθεν αναπόφευκτες μεταρρυθμίσεις. Αυτό που στηλιτεύουμε εν προκειμένω δεν είναι η έλλειψη του θάρρους της γνώμης εκ μέρους των εισηγητών των εν λόγω προτάσεων, αλλά η έντεχνη προσπάθεια επιβολής νομοθετικών αλλαγών με σκοπό την εξυπηρέτηση ίδιου οφέλους ή την ικανοποίηση προσωπικών εγωισμών στα πλαίσια ανούσιων και άστοχων ενδοκυβερνητικών αντιπαραθέσεων.
Οι Δικηγόροι της χώρας βίωσαν πρόσφατα μία τέτοια προσπάθεια καθώς στοχοποιήθηκαν εν μέσω μιας προσπάθειας απελευθέρωσης ενός επαγγέλματος «ορθάνοιχτου» στην πραγματικότητα, ειδικότερα δε αναφορικά με τη μεταρρύθμιση του καθεστώτος ίδρυσης και λειτουργίας δικηγορικών εταιριών, η οποία κατά πλήρη πλέον βεβαιότητα υπαγορεύτηκε όχι από τη βούληση της τρόικα αλλά από εμπνεύσεις εγχώριων κέντρων τα οποία, κρυπτόμενα πίσω από χιλιοειπωμένες προφάσεις και αξιοποιώντας καίριες θέσεις που το πολιτικό σύστημα τους επεφύλαξε, υπερθεματίζουν στην προσπάθεια «απελευθέρωσης», επιδιώκοντας να υπερκεράσουν κατά κάποιο τρόπο σε «καινοτόμες» ιδέες ακόμα και την ίδια την τρόικα. Ωστόσο, όσο κατακριτέα τυγχάνει από νομικής και ειδικότερα συνταγματικής άποψης η παρέμβαση εξωθεσμικών παραγόντων στη λειτουργία της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, άλλο τόσο επιβάλλεται να στιγματιστεί η αποκαλυφθείσα αλλά και διαρκώς διαφαινόμενη προσπάθεια ορισμένων να εκμεταλλευτούν τη συγκυρία προκειμένου να προωθήσουν ευνοϊκές για αυτούς ρυθμίσεις, οι οποίες συντηρούν το οικονομικό κατεστημένο, επιτείνουν την κοινωνική ανισότητα και τα δημοσιονομικά αδιέξοδα και απαξιώνουν συλλήβδην επαγγελματικές τάξεις, υποθηκεύοντας παράλληλα πλήρως τη μελλοντική τους πορεία, όπως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση του δικηγορικού λειτουργήματος.
Η χθεσινοβραδυνή εξέλιξη και οι αναπτυχθείσες ενδοκυβερνητικές έριδες καταδεικνύουν τις λοξοδρομήσεις που ακολουθεί η νομοθετική πρωτοβουλία στη χώρα μας, οι οποίες δεν μπορούν παρά να πλήττουν τη συνταγματική τάξη και τον εν γένει νομικό μας πολιτισμό, που όπως με θλίψη διαπιστώνουμε καθίστανται δεκτικοί αθέμιτων επιρροών και παρεμβάσεων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ