Αξιότιμε κ. Υπουργέ,
Κατά την εις τον Δικηγορικό Σύλλογο επίσκεψη σας στις 19-11-2007 και ενώπιον της Συντονιστικής Επιτροπής των Δικηγορικών Συλλόγων του Κράτους, εξαγγείλατε τις αποφάσεις που έχει πάρει η Κυβέρνηση για την ενοποίηση των Ασφαλιστικών Οργανισμών.
Σε ότι αφορά τον ασφαλιστικό μας οργανισμό, το Ταμείο Νομικών, μας ανακοινώσατε ότι θα ενοποιηθεί με το Ταμείο Συντάξεων και Ασφαλίσεως Υγειονομικών (Τ.Σ.Α.Υ.) το Ταμείο Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.), το Ταμείο Συνάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών Θεσσαλονίκης (Τ.Σ.Π.Ε.Α.Θ) κλπ.
Όπως μας αναλύσατε, η κυβέρνηση σχεδιάζει να δημιουργήσει στη θέση των Ταμείων αυτών έναν ενιαίο ασφαλιστικό οργανισμό, επικεφαλής του οποίου θα τεθεί μάνατζερ που δεν θα ανήκει σε κανένα από τους κλάδους ασφαλισμένων που πρόκειται να ενοποιηθούν, ως Πρόεδρος ή Διοικητής και 13μελές ή 15μελές Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο θα διοικεί τον Οργανισμό και θα διαχειρίζεται την κινητή και ακίνητη περιουσία του.
Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που είχατε την καλοσύνη να μας δώσετε, στον ενιαίο Οργανισμό θα ισχύουν διαφορετικοί όροι και προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, για τους ασφαλισμένους καθενός από τους υπό συγχώνευση ασφαλιστικούς οργανισμούς, διαφορετικά ύψη σύνταξης, με την έννοια ότι σε κάθε κατηγορία συνταξιούχων, θα συνεχίσει να καταβάλλεται το ίδιο ύψος συντάξεων, διαφορετικά ύψη ασφαλιστικών εισφορών, με την έννοια ότι κάθε κατηγορία ασφαλισμένων θα συνεχίσει να καταβάλει τις ασφαλιστικές εισφορές που κατέβαλε μέχρι σήμερα στα υπό κατάργηση και ενοποίηση Ταμεία και οικονομική αυτοτέλεια με την έννοια ότι τα περιουσιακά στοιχεία κάθε Οργανισμού κινητά και ακίνητα, θα είναι διακριτά, δηλαδή θα υπάρχει ξεχωριστός λογαριασμός για καθένα από τα συγχωνευόμενα Ταμεία, αλλά η περιουσία τους σαν σύνολο θα συνδιαχειρίζεται από την Διοίκηση του ενιαίου Οργανισμού.
Μας διευκρινίσατε ακόμη ότι ένα μέρος από τους πόρους των Ταμείων που συνενώνονται και χαρακτηρίζονται ως Κοινωνικοί ή φόροι υπέρ τρίτων, θα διατεθεί για την δημιουργία λογαριασμού, από τον οποίο θα ενισχύονται ασθενείς οικονομικά ασφαλιστικοί οργανισμοί, ποσοστό που δεν έχει ακόμη καθοριστεί, αλλά θα είναι κάπου 10-15% .
Τέλος μας είπατε ότι ναι μεν κατά την συγχώνευση, δεν θα επέλθει καμιά περικοπή στις παρεχόμενες συντάξεις προοπτικά, όμως μετά παρέλευση πενταετίας θα αρχίσει μια ήπια προσαρμογή με την έννοια ότι θα έχουμε μικρή, αλλά προωθητικά κλιμακούμενη μείωση των συντάξεων, πράγμα που σημαίνει ότι με την αποφασισθείσα συγχώνευση, επιδιώκεται η σταδιακή εξίσωση των παρεχομένων συντάξεων, όχι προς τα άνω, αλλά προς τα κάτω.
Μας ζητήσατε δε στο τέλος της ομιλίας σας, να σας εκθέσουμε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα τις απόψεις μας επί του θέματος, αν και από την ομιλία σας προέκυπτε σαφώς, ότι δεν επρόκειτο περί σκέψεων ή προτάσεων της κυβέρνησης που τίθενται, για να επακολουθήσει διάλογος, αλλά για ειλημένες αποφάσεις που μάλιστα πάρα πολύ σύντομα θα υλοποιηθούν σε νομοσχέδιο που θα κατατεθεί στη Βουλή.
Η απάντηση μας σ' όλα αυτά, αξιότιμε κ. Υπουργέ, είναι σαφής και συνεπής προς τις απόψεις που είχαμε εκθέσει κατά τον Δεκέμβρη του 2006, όταν είχαμε απαντήσει σε έγγραφο του προηγούμενου Υπουργού Απασχόλησης, με το οποίο μας ζητούσε να εκθέσουμε τις απόψεις μας, σχετικά με την ενοποίηση ασφαλιστικών οργανισμών.
Στο από 14/12/2006 έγγραφο μας προς την τότε Πρόεδρο του Ταμείου Νομικών, μέσω της οποίας μας είχαν γίνει γνωστές οι σκέψεις - τότε- για ενοποίηση ασφαλιστικών οργανισμών του Υπουργού Απασχόλησης, επισημάναμε κατά λέξη τα εξής:
«Από θεωρητική άποψη βέβαια φαίνεται πως είναι ορθή η άποψη που υποστηρίζει, ότι πρέπει να προχωρήσουμε προοπτικά σε συγχωνεύσεις του πλήθους των ασφαλιστικών οργανισμών που υπάρχουν σήμερα, ώστε να καταλήξουμε σε ένα ασφαλιστικό οργανισμό μισθωτών και έναν ασφαλιστικό οργανισμό αυτοτελώς απασχολούμενων, έστω και έναν ακόμη που θα ασφαλίζει τους αγρότες.
Το ζήτημα όμως στην πράξη, συναντά μεγάλες δυσκολίες, εμπόδια και αντιδράσεις, ένεκα των οποίων όλες οι προσπάθειες που έγιναν προς την κατεύθυνση αυτή κατά τα τελευταία 40 χρόνια, είτε ναυάγησαν, είτε καρκινοβατούν (συγχώνευση, Τ.Ε.Β.Ε, Τ.Σ.Α. -Τ.Α.Ε.), είτε καταλήγουν σε δυσμενή για μεγάλες κατηγορίες ασφαλισμένων αποτελέσματα.
Ούτε η στρατιωτική δικτατορία που επιχείρησε ένα παρόμοιο εγχείρημα, κατόρθωσε να το πραγματοποιήσει, κατανικώντας τις σχετικές αντιδράσεις, παρά την τεράστια δύναμη επιβολής, με την οποία ήταν οπλισμένη.
Το ναυάγιο όλων αυτών των προσπαθειών, προήλθε από το γεγονός, ότι με την συγχώνευση δεν επιδιώκονταν - και ίσως δεν ήταν εφικτή - η δημιουργία μεγάλων και ακμαίων ασφαλιστικών οργανισμών, που θα εξασφάλιζαν ικανοποιητικό επίπεδο παροχών στους ασφαλισμένους τους, αλλά η εξίσωση όλων των ασφαλισμένων προς τα κάτω, με τη συγχώνευση ασθενών και χαμηλού επιπέδου παροχών ασφαλιστικών οργανισμών, με άλλους οικονομικά ακμαίους και σχετικά υψηλού επιπέδου παροχών, προς σωτηρία των κλυδωνιζόμενων ασφαλιστικών Ταμείων, με τα χρήματα των οικονομικά εύρωστων.
Αν τέτοια συγχώνευση επιχειρείται να προωθηθεί και αυτή τη φορά, είναι βέβαιο ότι θα συναντήσει μεγάλες αντιδράσεις, από θιγόμενους ασφαλισμένους και θα ναυαγήσει, όπως και οι προηγούμενες.
Εκ προοιμίου λοιπόν δηλώνουμε, ότι συγχώνευση που θα οδηγήσει στην εξίσωση ασφαλισμένων προς τα κάτω και θα θίξει τα κεκτημένα δικαιώματα των Δικηγόρων με τη συγχώνευση του Ταμείου Νομικών ή των άλλων ασφαλιστικών μας οργανισμών, με ασθενή και φυτοζωούντα Ταμεία, προς σωτηρία αυτών των τελευταίων, δεν πρόκειται να την δεχθούμε.
Συγχώνευση, που θα οδηγήσει σε αύξηση ασφαλιστικών εισφορών για τους ασφαλισμένους και μείωση των συντάξεων για τους συνταξιούχους, είναι βέβαιο ότι θα συναντήσει έντονη αντίδραση.
Γιατί κανένας δικηγόρος ή άλλος ασφαλισμένος στο Ταμείο Νομικών, δεν θα αποδεχθεί να πληρώνει ασφαλιστικές εισφορές που δεν αντέχει, για να πάρει σύνταξη που δεν μπορεί να τον θρέψει.
Αντίθετα είμαστε διατεθειμένοι, να συζητήσουμε κάθε πρόταση για τη δημιουργία ενός ακμαίου ασφαλιστικού οργανισμού, με συγχωνεύσεις ομοειδών ασφαλιστικών Ταμείων, υπό την προϋπόθεση ότι θα τεθούν υπ' όψη μας στοιχεία που θα προκύπτουν από πρόσφατες αναλογιστικές μελέτες των υπό συγχώνευση ασφαλιστικών οργανισμών, περί της οικονομικής τους καταστάσεως, ώστε να είμαστε σε θέση να κρίνουμε, ότι με την μελετώμενη συγχώνευση, δεν θα χειροτερεύσει η θέση κανενός ασφαλισμένου, αλλά αντίθετα θα εξασφαλισθεί η βελτίωση των παροχών που παρέχονται σήμερα ή τουλάχιστον η διατήρηση τους στο ίδιο επίπεδο».
Στις απόψεις μας αυτές, εμμένουμε και σήμερα. Και συνεπώς δεν μπορούμε με κανένα τρόπο να δεχτούμε την προτεινόμενη (και αποφασισθείσα όπως φαίνεται) ενοποίηση των Ταμείων μας, διότι καμιά από τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες θα δεχόμαστε να συζητήσουμε θέμα ενοποίησης, δεν υπάρχει στις κυβερνητικές προτάσεις και αποφάσεις.
Η προτεινόμενη ενοποίηση δεν είναι πραγματική, αλλά ψευδεπίγραφη. Και ο πιο αδαής, μπορεί εύκολα να εννοήσει ότι ενοποίηση Ταμείων σε ένα ενιαίο, στο οποίο θα ισχύουν διαφορετικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, διαφορετικά ποσά καταβαλλομένων συντάξεων, διαφορετικά ύψη ασφαλιστικών εισφορών και οικονομική αυτοτέλεια των περιουσιακών τους στοιχείων, δεν είναι ενοποίηση, αλλά ουσιαστική συνέχιση της ύπαρξης των υπό ενοποίηση Ταμείων, τα οποία απλά θα τεθούν υπό ενιαία διοίκηση και διαχείριση.
Αλλά αυτό με μαθηματική βεβαιότητα, όχι μόνο δεν θα λύσει κανένα από τα προβλήματα που απασχολούν καθένα από τα υπό ενοποίηση Ταμεία, όχι μόνο δεν θα βελτιώσει την θέση κανενός ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, όχι μόνο δεν θα επιφέρει βελτίωση της λειτουργίας του, και της παροχής των υπηρεσιών του, όχι μόνο δεν θα επέλθει μείωση των εξόδων λειτουργίας του, αλλά τα εντελώς αντίθετα θα συμβούν.
Σ ερώτησή μας τι σκοπό εξυπηρετεί η ενοποίηση, όταν αυτή δεν θα είναι πραγματική και δομική, αλλά εντελώς επιφανειακή, μας είπατε ότι με αυτήν επιδιώκεται να εξασφαλιστεί καλύτερος έλεγχος του Υπουργείου και αποτελεσματικότερη εποπτεία αυτού στα Ταμεία.
Από την ψευτοενοποίηση όμως, ούτε η εποπτεία και ο έλεγχος του Υπουργείου θα βελτιωθεί, αφού ο έλεγχος αυτός εξασφαλίζεται αποτελεσματικά και σήμερα, διότι σε κάθε Ταμείο είναι διορισμένος Κυβερνητικός Επίτροπος, που παρακολουθεί τη λειτουργία του Ταμείου και ενημερώνει τον Υπουργό, για το κάθε τι που συμβαίνει, ούτε και περιστολή των δαπανών, διότι ότι θα εξοικονομηθεί από το περιορισμό του αριθμού των μελών διοικήσεων των ασφαλιστικών οργανισμών (δαπάνη ασήμαντη, αφού η αποζημίωση τους είναι κυριολεκτικά γελοία), θα δαπανηθεί στο πολλαπλάσιο, από το ότι ο τεράστιος οργανισμός που θα δημιουργηθεί, για να διοικηθεί επαρκώς και να λειτουργήσει ανεκτά, θα χρειασθεί να δημιουργηθούν υποκαταστήματα τουλάχιστον σ' όλες τις πρωτεύουσες των νομών, με πρόσληψη του απαιτούμενου προσωπικού, οπότε η δαπάνη θα είναι πολλαπλάσια.
Η δημιουργία του νέου οργανισμού, εντελώς πρόχειρα και χωρίς σοβαρή μελέτη, όπως βεβιασμένα σχεδιάζεται, θα δημιουργήσει διοικητικό χάος και τρομερή δυσλειτουργία, η οποία θα αποβεί σε βάρος των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων όλων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων όλων των Ταμείων, αλλά θα θέσει επίσης τις βάσεις για την σταδιακή οικονομική εξασθένηση του ενιαίου ασφαλιστικού οργανισμού, με ολέθριες συνέπειες, δηλαδή μείωση συντάξεων ή αύξηση ων ασφαλιστικών εισφορών ή και τα δυο μαζί. Η εμπειρία της ενοποίησης των Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Σ.Α., Τ.Α.Ε., είναι πολύ διδακτική.
Όλα αυτά, μας κάνουν να πιστεύουμε, ότι ο σκοπός για τον οποίο γίνεται η συγχώνευση, δεν είναι αυτός που διακηρύσσεται, αλλά πίσω από αυτόν υποκρύπτεται άλλος, ο οποίος είναι και ο πραγματικός. Και σκοπός αυτός είναι η αφαίρεση της Διοίκησης των Ασφαλιστικών Οργανισμών από τους ασφαλισμένους (στο βαθμό που υπάρχει) και η σταδιακή εξίσωση των συντάξεων προς τα κάτω και όχι προς τα πάνω.
Πράγμα που μπορεί να μην γίνει δια μιας, αμέσως μετά την ενοποίηση, αλλά αργότερα και σταδιακά, θα γίνει όμως οπωσδήποτε, γιατί δεν είναι δυνατό να υπάρξει επί μακρύ χρονικό διάστημα «ενοποίηση», με την μορφή που μας εξετέθη, χωρίς να επέλθουν καταστροφικές ζημίες σ' όλους τους υπό ενοποίηση ασφαλιστικούς οργανισμούς.
Συνεπώς αγόμαστε στο συμπέρασμα ότι, τα όσα μας γνωστοποίησε ο Υπουργός, θα είναι η πρώτη φάση ενός σχεδίου, την οποία θα ακολουθήσει σε μικρό χρονικό διάστημα δεύτερη φάση κατά την οποία τα Ταμεία θα ενοποιηθούν πλήρως, διοικητικά και οικονομικά. Και τότε θα αρχίσει και η «ήπια προσαρμογή», για την οποία μας μιλήσατε, που σαφώς υποδηλώνει μια σταδιακή εξίσωση των συντάξεων προς τα κάτω, πράγμα που σημαίνει, ότι οι συντάξεις όσων Ταμείων είναι ψηλότερες θα μειώνονται σταδιακά, ενώ οι χαμηλότερες θα παραμένουν καθηλωμένες έως ότου επέλθει εξίσωση προς τα κάτω.
Αυτό όμως δεν πρόκειται να το δεχθεί κανένας, ούτε αυτοί που παίρνουν μεγαλύτερες συντάξεις, γιατί το μόνο που θα περιμένουν είναι η στο μέλλον έστω και «γλυκιά» και σταδιακή μείωση των συντάξεων και επιδείνωση των προϋποθέσεων συνταξιοδοτήσεώς τους, ούτε αυτοί που παίρνουν τις μικρότερες σε ύψος συντάξεις, οι οποίοι θα ιδούν τις συντάξεις τους να είναι καθηλωμένες επί έτη, ενώ συγχρόνως θα έχουν εισφέρει τα όχι και τόσο ασήμαντα περιουσιακά τους στοιχεία (ακίνητα και χρηματικά), στον Κοινό Ασφαλιστικό Οργανισμό και αυτός επί σειράν ετών θα χορηγεί πολύ υψηλότερες συντάξεις σε κάποιους από τους συνταξιούχους του νέου οργανισμού (αυτές που θα προέρχονται από Τ.Σ.Α.Υ., Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., Τ.Σ.Π.Ε.Α.Θ. κλπ.) με αποτέλεσμα την σταδιακή εξασθένηση του νέου Οργανισμού, ενώ οι προερχόμενοι από το Ταμείο Νομικών, θα πάρουν πολύ μικρότερες συντάξεις από τους άλλους. Με τον τρόπο αυτό οι συνταξιούχοι του Ταμείου Νομικών, θα βλέπουν τις συντάξεις τους καθηλωμένες και σημαντικά αποκλίνουσες από τις συντάξεις των συνταξιούχων που προέρχονται από τα άλλα Ταμεία και με τα χρήματα και τα άλλα περιουσιακά στοιχεία που προέρχονται από το Ταμείο τους, θα λαμβάνουν οι συνταξιούχοι των άλλων Ταμείων σημαντικά μεγαλύτερες συντάξεις.
Όταν μάλιστα οι ασφαλισμένοι του Ταμείου Νομικών, κυρίως 01 δικηγόροι παραμένουν στην ασφάλιση επί μεγαλύτερο διάστημα από 35 χρόνια, μερικοί δε για 40, 45 ή περισσότερα χρόνια, γεγονός που έχει συντελέσει σημαντικά στην οικονομική ακμαιότητα του Ταμείου Νομικών. Στο Ταμείο μας μάλιστα συμβαίνει το εξής παράδοξο και άδικο.
Οι ασφαλισμένοι που συμπληρώνουν πάνω από 40 συντάξιμα χρόνια, δεν λαμβάνουν καμιά προσαύξηση στη σύνταξή τους, για τα πάνω από τα 40 συντάξιμα χρόνια, παρά το ότι συνεχίζουν να καταβάλουν πλήρως ασφαλιστικές εισφορές, ενώ παλιότερα υπήρχε διάταξη που προβλέπετε την προσαύξηση της σύνταξης κατά 1/50 για κάθε ένα από τα άνω των 40 συντάξιμα χρόνια, η οποία καταργήθηκε το 1985, όταν το Ταμείο Νομικών βρίσκονταν σε άθλια οικονομική κατάσταση και είχε φτάσει να μην μπορεί να καταβάλει τις συντάξεις στους συνταξιούχους του και η κατάργηση παρέμεινε και όταν αυτό ανέκαμψε πλήρως οικονομικά, όλες δε οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, παρά το ότι έχουν αναγνωρίσει το δίκαιο του αιτήματος επαναφοράς της ρύθμισης αυτής, δεν έχουν κάνει μέχρι σήμερα τίποτα για την υλοποίησή της.
Σήμερα η ανώτερη σύνταξη που παίρνουν οι μονοσυνταξιούχοι, συνταξιούχοι του Τ.Σ.Α.Υ. είναι 2.230 ευρώ για όσους έχουν 39 συντάξιμα χρόνια, 1574 ευρώ για όσους έχουν 35 συντάξιμα χρόνια, ενώ η κατώτερη σύνταξη είναι 1196 ευρώ (που αντιστοιχεί στη σύνταξη με 25 συντάξιμα χρόνια). Οι δε συντάξεις των διπλοσυνταξιούχων του Ταμείου αυτού είναι 1486 ευρώ για όσους έχουν 39 συντάξιμα χρόνια, 1049 ευρώ για όσους έχουν 30 συντάξιμα χρόνια και 797 ευρώ η κατώτατη σύνταξη που αντιστοιχεί σε 25 συντάξιμα χρόνια.
Οι συντάξεις του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. αντίστοιχα είναι 2211,69 ευρώ για όσους έχουν 45 συντάξιμα χρόνια, 2056 ευρώ για όσους έχουν 40 συντάξιμα χρόνια και 1891,28 ευρώ για όσους έχουν 35 συντάξιμα χρόνια.
Αντίθετα, η σύνταξη που παίρνουν οι δικηγόροι και οι άλλοι άμισθοι ασφαλισμένοι του Ταμείου Νομικών είναι: 1172,50 για όσους έχουν 40 συντάξιμα χρόνια (και μαζί με την επικουρική σύνταξη 1632,50 ευρώ), 703,50 ευρώ για όσους έχουν 30 συντάξιμα χρόνια (και μαζί με την επικουρική σύνταξη 1048,50 ευρώ), και 539, 46 ευρώ για όσους έχουν 25 συντάξιμα χρόνια και μαζί με την επικουρική σύνταξη: 826, 67 ευρώ)
Απαραίτητη λοιπόν προϋπόθεση να γίνει αποδεκτή κάθε συζήτηση για συγχώνευση του Ταμείου μας με άλλα ομοειδή Ταμεία, είναι να γίνει τουλάχιστο ένα αποφασιστικό βήμα προς το κλείσιμο της ψαλίδας ανάμεσα στις συντάξεις των συνταξιούχων Τ.Σ.Α.Υ. , Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., Τ.Σ.Π.Ε.Α.Θ. και Ταμείου Νομικών.
Ένα τέτοιο βήμα θα ήταν η αύξηση των συντάξεων του Ταμείου Νομικών πριν από την ενοποίηση κατά 10% τουλάχιστον και μαζί με την αύξηση 4% που προβλέπεται να δοθεί στα πλαίσια της εισοδηματικής πολιτικής συνολικά 14%.
Με την αύξηση αυτή, η σύνταξη του Ταμείου Νομικών θα ανέλθει σε 1348,91 ευρώ για όσους έχουν 40 συντάξιμα χρόνια, 801,99 ευρώ για όσους έχουν 30 συντάξιμα χρόνια και 755,24 ευρώ για όσους έχουν 25 συντάξιμα χρόνια.
Επίσης θα πρέπει απαραίτητα να επαναφερθεί η διάταξη για την προσαύξηση της σύνταξης για τα πάνω από τα 40 συντάξιμα χρόνια, με την προσαύξηση της κατά 1/50 για κάθε ένα από τα 40 συντάξιμα χρόνια ,όπως συνέβαινε παλαιότερα.
Ακόμη απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συμπληρωματική αναπλήρωση του πόρου του Ταμείου Νομικών, που προέρχεται από τις μεταβάσεις ακινήτων.
Πρέπει δηλαδή αντί για το ποσοστό 4% επί του Φ.Π.Α., που με τις διατάξεις του Ν 3492/2006 θεσπίστηκε υπέρ του Ταμείου Νομικών, σε αναπλήρωση του πόρου που προέρχονταν από το Φόρο Μεταβίβασης Ακινήτων και ο οποίος καταργήθηκε με την θέσπιση Φ,Π,Α. στις μεταβιβάσεις των νέων οικοδομών, να θεσπιστεί με νέα νομοθετική διάταξη ποσοστό 5% (το οποίο είχαμε προτείνει, αλλά δεν έγινε αποδεκτό από την κυβέρνηση), διότι με την ρύθμιση που έγινε, ο πόρος αυτός του Ταμείου Νομικών (που είναι οιονεί εργοδοτική εισφορά), αναπληρώθηκε με τις διατάξεις του Ν 3492/2006 μόνο κατά 70% και όχι κατά 100% όπως έπρεπε.
Διότι αν είχε γίνει αναπλήρωση 100% του πόρου αυτού, τότε το Ταμείο Νομικών σε βάθος χρόνου 50 ετών, δεν θα παρουσίαζε κανένα αναλογιστικό έλλειμμα, όπως προκύπτει από την τελευταία αναλογιστική μελέτη, που συντάχτηκε για το Ταμείο Νομικών.
Και βέβαια πρέπει προ πάσης συζητήσεως για ενοποίηση, το Κράτος να καταβάλει στο Ταμείο Νομικών τα όσα οφείλει, για την συμμετοχή του στην ασφάλιση των νεοασφαλισμένων (από 1-1-1993 και μετά ), τα οποία δεν έχει καταβάλει και υπερβαίνουν τα 100.000.000 ευρώ.
Τέλος δε πρέπει να υπάρξει σαφής δέσμευση, ότι δεν θα επιδεινωθεί με την συγχώνευση η θέση κανενός ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ταμείου Νομικών, ούτε τώρα ούτε στο μέλλον, αφού άλλωστε εμείς δεν έχουμε προνομιούχους συνταξιούχους και ότι επίσης θα υπάρξει σαφής δέσμευση για την βελτίωση της θέσης των ασφαλισθέντων από 1-1-1993 και μετά, ως προς το ποσό της σύνταξής τους, το οποίο βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο (450 ευρώ για 35 συντάξιμα χρόνια).
Θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς απέναντί σας αξιότιμε κ. Υπουργέ.
Χωρίς την σωρευτική συνδρομή των πάρα πάνω προϋποθέσεων, όχι μόνο δεν μπορούμε να δώσουμε την συγκατάθεση μας, σε κάθε ιδέα ενοποίησης του Ταμείου Νομικών με άλλα, αλλά αντίθετα θεωρούμε χρέος μας να επισημάνουμε ότι θα υπάρξουν έντονες κινητοποιήσεις, που καμιά συνδικαλιστική ηγεσία δεν θα μπορέσει να τις ελέγξει με απρόβλεπτες συνέπειες.
Όσον αφορά την σχεδιαζόμενη αφαίρεση ποσοστού 10% από τους πόρους που χαρακτηρίζονται κοινωνικοί ή φόροι υπέρ τρίτων, προκειμένου να δημιουργηθεί νέος λογαριασμός ενίσχυσης ασθενών Ασφαλιστικών Ταμείων, που μας ανακοίνωσε ο κ. Υπουργός, αντιτιθέμεθα ρητά και κατηγορηματικά και με τον πιο έντονο τρόπο, να ισχύσει κάτι τέτοιο για το Ταμείο Νομικών.
Διότι οι πόροι του από τον Φ.Μ.Α. και τον Φ.Π.Α. καθώς και από τις συμβολαιογραφικά καταρτιζόμενες συμβάσεις, δεν είναι πόροι κοινωνικοί, ή φόροι υπέρ τρίτων, αλλά εργοδοτικές εισφορές, διότι δεν καταβάλλονται από όλους αδιάκριτα τους πολίτες, αλλά μόνο από τους χρησιμοποιούντες τις υπηρεσίες ασφαλισμένων του Ταμείου Νομικών.
Τούτο προκύπτει σαφώς και από τις εισηγητικές εκθέσεις του ιδρυτικού νόμου του Ταμείου Νομικών (Ν. 4498/1929), καθώς και του Ν. 4114/1960 στις οποίες αναγράφονται κατά λέξη τα εξής:
«Εις το περί ου πρόκειται νομοσχέδιο, υπό των κ.κ. Υπουργών της Δικαιοσύνης και των οικονομικών αυστηρώς ετηρήθη η αρχή κατά μοναδικήν εξαίρεσιν των ανωτέρω κανόνων (εννοεί της άμεσης χρηματοδότησης), όπως το Δημόσιον ουδεμίαν παράσχη εις το Ταμείον τούτο αρωγήν οικονομικήν εις βάρος του προϋπολογισμού του Κράτους ή έστω έμμεσον τοιαύτην, το πρώτον θεσπιζομένην. Είναι βέβαια το μέτρον τούτο έργον σκληράς οικονομικής ανάγκης, την οποία η επιτροπή πληρέστατα και αναγνωρίζει και συνομολογεί. ’λλ' ακριβώς δι' αυτό το Ταμείον τούτο στερηθέν της σοβαρότερος οικονομικής αρωγής, από μέρους του Κράτους, δεν έχει παρά να στηριχθεί εις τον απομένοντα έτερον τρόπον οικονομικής ενισχύσεως, εκείνον δηλαδή, κατά τον οποίον ο υπηρετούμενος παρά τίνος μετόχου, δέον υποχρεωτικώς, να συνεισφέρη ποσόν υπέρ του Ταμείου συντάξεως τούτου. Αλλ' ως εκ της ποικίλης ιδιότητος των μελλοντικών να μετάσχουν εις το Ταμείον τούτο επαγγελματιών, δεν υπάρχει εις εργοδότης, δι' όλους, όπως επιβαρυνθή ούτος δι' εισφοράς, ίσου ποσού προς εκείνο, το οποίον θέλουν καταβάλλει οι μέτοχοι, κατά τον νόμον περί υποχρεωτικής εισφοράς. Τουναντίον, εργοδόται υπάρχουν πάμπολοι, και είναι ούτοι οι διάδικοι, οι συμβολαιογράφοι, οι ενδιαφερόμενοι δια τας κοινοποιήσεις, οι επισπεύδοντες τας κατασχέσεις κλπ.
Επομένως έκαστος εκ των πολλών και ποικίλων εργοδοτών αυτών οφείλει καταβολήν ποσοστού τίνος επί εκάστης υπηρεσίας, την οποίαν θέλουν προσφέρει εις αυτόν, οι Δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι, οι κλητήρες και άλλοι του Ταμείου μέτοχοι προς ενίσχυσιν του Ταμείου των συντάξεων αυτών. Επί της αρχής ταύτης στηριχθείς ο νομοθέτης , ανέγραψεν εις το άρθρον 3 του αρχικού κειμένου του νομοσχεδίου και τους διαγραφέντας υπό του κ. Υπουργού των Οικονομικών πόρους, ως και τους εναπομείναντες εις το υπό κρίσιν κείμενον αυτού. Η επιτροπή εκ της ιδίας αρχής αναχωρούσα, και φρονούσα ότι η ψαλίς του κ. Υπουργού των Οικονομικών υπερέβαλε και περιέλαβε και πόρους του Ταμείου, μη θίγοντας ποσώς τον προϋπολογισμό του Κράτους, αλλά αποτελούντος προφανώς εισφοράν των υπηρετουμένων, υπό των μετόχων, υπέρ του Ταμείου των συντάξεων αυτών, προτείνει εις στην Βουλήν όπως ευρεστηθή και εγκρίνει εις το άρθρον 3 προσθήκην άλλων τινών εισφορών από μέρους των υπηρετουμένων υπό των μετόχων.......» (εισηγητική έκθεση Νόμου 4448/1929).
Η δε εισηγητική έκθεση του νόμου 4114/1960 που θέσπισε τον προαναφερόμενο πόρο 10% επί του ΦΜΑ έχει ως εξής:
«....Επί τη ευκαιρία ταύτη κρίνομεν σκόπιμο όπως τονίσωμεν ότι εσφαλμένως χαρακτηρίζεται κατά καιρούς ή υπό τρίτων καταβαλλόμενη υπέρ του Ταμείου εισφορά ως κοινωνικός πόρος. Η εισφορά αυτή, ως έχει τονισθή τούτο και εις την εισηγητικήν έκθεσιν του Ιδρυτικού Νόμου 4448/1929, καταβαλλομένη υπό μόνων των εξυπηρετουμένων οπωσδήποτε παρ' ησφαλισμένων του Ταμείου, προσώπων, είναι εισφορά εργοδότου».
Εκτός τούτου το Ταμείο Νομικών από άλλους θεσπισμένους πόρους του καταβάλει ήδη από το 1993 και μετά σημαντικά υπέρ του ΛΑΦΚΑ, τα οποία σήμερα ανέρχονται στο ποσό των 10.000.000 ευρώ το χρόνο, πράγμα που προκύπτει από τον προϋπολογισμό του Ταμείου Νομικών του έτους 2007.
Από τον προϋπολογισμό αυτό προκύπτει ότι για δικαιώματα από χρηματικές ποινές προβλέπεται έσοδο: 4.500.000 ευρώ από το οποίο ποσό 1.986.000 ευρώ θα αποδοθεί στο ΛΑΦΚΑ, για δικαιώματα από μεταγραφές ακινήτων προβλέπεται έσοδο 7.000.000 ευρώ από το οποίο ποσό 4.942.000 ευρώ από το οποίο θα αποδοθούν στον ΛΑΦΚΑ, ενώ για δικαιώματα από δικαστικό ένσημο προβλέπεται έσοδο 2.000.000 ευρώ, από το οποίο 1.576.000 ευρώ θα αποδοθούν στον ΛΑΦΚΑ.
Συμπερασματικά: Χωρίς την αποδοχή των πάρα πάνω προϋποθέσεων είναι αδύνατο να αποδεχτούμε συζήτηση για ενοποίηση του Ταμείου μας και σε περίπτωση που επιχειρηθεί παρά τη θέληση μας τέτοια ενοποίηση, θα αντιδράσουμε έντονα με κάθε μορφής αγωνιστικές κινητοποιήσεις, δεδομένου ότι έχει να κάνει, ουσιαστικά, με την ύπαρξή μας.
Εθεωρήσαμε σκόπιμο κ. Υπουργέ να σας εκθέσουμε γραπτά τις απόψεις και προτάσεις μας επί του θέματος της ενοποίησης των ασφαλιστικών ταμείων για να μην υπάρξει καμιά παρερμηνεία και παρεξήγηση και παρακαλούμε να έχουμε τις θέσεις σας δεδομένου ότι συγκαλείται εκτάκτως η Ολομέλεια, με δική μου πρωτοβουλία, την 1η Δεκεμβρίου 2007 και ώρα 10.00 π.μ., μόνη αρμόδια να λάβει τις τελικές αποφάσεις που αφορούν στο παρόν, αλλά και στο μέλλον του κλάδου και στην οποία σας καλούμε να παραστείτε.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Χ. ΠΑΞΙΝΟΣ