Η συνεργασία που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των Δικαστικών Ενώσεων και των κατά τόπους Δικηγορικών Συλλόγων είναι διαχρονική, αγαστή και έχει ως πρώτιστο μέλημα την ομαλή πορεία και λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Η προσφορά των Δικαστικών Ενώσεων και του Προεδρείου τους αναφορικά με τη διαφύλαξη και υπεράσπιση των θεσμών και της ανεξαρτησίας αυτών είναι αναμφισβήτητη και αντάξια του ρόλου τους ως θεματοφυλάκων των τελευταίων.
Η αναγκαιότητα της ειδικής και προσεκτικής μισθολογικής μεταχείρισης - για προφανείς λόγους και με τρόπο αντάξιο του λειτουργήματος που επιτελούν - ουδόλως τίθεται υπό αμφισβήτηση, πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή κατά την οποία αναγνωρίζεται και κατοχυρώνεται ρητά διά του άρθρου 88 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, ουδέποτε αποτέλεσε και ούτε φυσικά μπορεί να αποτελέσει στο μέλλον αντικείμενο συζήτησης και διαπραγμάτευσης με τον οποιονδήποτε, θεσμικό ή εξωθεσμικό παράγοντα.
Αυτό που παγίως επιζητά και επιδιώκει η Δικηγορική κοινότητα είναι η συνεργασία όλων των φορέων που εμπλέκονται στο σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης, Δικηγόρων Δικαστικών Λειτουργών και Δικαστικών Υπαλλήλων, με στόχο την αντιμετώπιση των χρόνιων δυσλειτουργιών της Ελληνικής Δικαιοσύνης που συνιστούν και τους λόγους που η απονομή της Δικαιοσύνης καθυστερεί υπερβολικά, αγγίζοντας σε πολλές περιπτώσεις τα όρια της αρνησιδικίας.
Οι ευθύνες της Πολιτείας αναφορικά με την αντιμετώπιση των πάγιων, διαχρονικών και πραγματικών προβλημάτων της Δικαιοσύνης, ήτοι των τεράστιων ελλείψεων σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή, είναι δεδομένες και καθιστούν επιτακτική την ανάληψη στοχευμένων δράσεων, κατόπιν ουσιαστικού διαλόγου με τους συλλειτουργούς του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης, έτσι ώστε να οδηγηθούμε σε ουσιαστική αναμόρφωση του θεσμού.