Δελτίο Τύπου (01.10.2010)>
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ «ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΣΤΗ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ» ΤΗΣ 14.9.2020
1. Ο ΔΣΑ και η ΕΕΠ επισημαίνουν, εν πρώτοις, ότι η προθεσμία των δέκα ημερών για τη δημόσια διαβούλευση επί του νομοσχεδίου, που όρισε το Υπουργείο Δικαιοσύνης, είναι απολύτως ανεπαρκής ενόψει των ριζικών τροποποιήσεων που προτείνονται με αυτό. Η δημοκρατική αρχή επιβάλλει να δοθεί στους αρμόδιους φορείς ο αναγκαίος χρόνος για την προσεκτική μελέτη και κριτική του νομοσχεδίου.
2. Οι ρυθμίσεις του σχεδίου για την ποινική συνδιαλλαγή (άρθρο 12), τον περιορισμό των κακουργημάτων που εισάγονται στο ακροατήριο με απευθείας κλήση του Εισαγγελέα Εφετών, με παράλληλη ενίσχυση του δικαιώματος ακρόασης (άρθρο 11), η υποχρεωτική αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων στο Συμβούλιο Πλημελειοδικών, οσάκις υποβληθεί σχετικό αίτημα (άρθρο 13 παρ. 2), η διεύρυνση των ακυροτήτων (άρθρο 6), η χορήγηση υποχρεωτικώς ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση επί πλημμελημάτων (άρθρο 22 παρ. 2), η συνεκτίμηση των απαλλακτικών εισαγγελικών διατάξεων κατά την αξιολόγηση των εισαγγελικών λειτουργών (άρθρο 26) καθώς και η μερική αποποινικοποίηση του αδικήματος της μη καταβολής ασφαλιστικών εισφορών (άρθρο 25), έχουν ορθή αφετηρία. Αναγκαίες επί μέρους βελτιώσεις των εν λόγω ρυθμίσεων, τις οποίες επιφυλασσόμαστε να προτείνουμε, μπορούν να γίνουν στα επόμενα στάδια της νομοθετικής διαδικασίας
3. Επιφυλάξεις, αντιθέτως, δικαιολογούνται σε σχέση με την κατάργηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου να ασκεί αναίρεση κατά βουλευμάτων (άρθρο 19 παρ. 2). Η προτεινόμενη με το νομοσχέδιο ανάθεση ενός οιονεί ακυρωτικού ελέγχου στα Συμβούλια Εφετών είναι θεσμικά προβληματική, παράλληλα δε αντιμάχεται την (ορθή) βασική επιδίωξη του σχεδίου, που είναι η ταχύτερη εκδίκαση των κακουργημάτων από τα Εφετεία. Η διασπορά εξάλλου του υπό συζήτηση οιονεί ακυρωτικού ελέγχου στα πολυάριθμα Συμβούλια Εφετών της χώρας ενδέχεται να οδηγήσει σε ανομοιογενή νομολογιακή αντιμετώπιση σημαντικών νομικών ζητημάτων και εντεύθεν σε ανασφάλεια δικαίου.
4. Σοβαρές επιφυλάξεις δικαιολογεί η ακραία διεύρυνση της καθ' ύλην αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημ/κείου (άρθρο 5). Η αποσυμφόρηση των Τριμελών Εφετείων (ως δευτεροβαθμίων δικαστηρίων) από τα πλημμελήματα είναι μεν κατ' αρχήν επιθυμητή. Από την άλλη πλευρά, οι κίνδυνοι που εγκυμονεί μια μονομελής σύνθεση, επιβάλλουν την εξαίρεση ορισμένων σοβαρών, κατά τεκμήριον, πλημμεληματικών υποθέσεων από την αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημ/κείου (π.χ. απάτη, υπεξαίρεση, εκβίαση, παράβαση καθήκοντος, κλπ) και την πρόβλεψη δυνατότητας του Εισαγγελέα Πλημ/κων να εισάγει κατ' εξαίρεση πλημμέληματα αρμοδιότητας, κατ' αρχήν, του Μονομελούς Πλημ/κείου στο Τριμελές, οσάκις ειδικοί λόγοι (λχ μεγάλος αριθμός κατηγορουμένων, νομική ή/και αποδεικτική πολυπλοκότητα υποθέσεως) το επιβάλλουν.
5. Ανεδαφικές, αστοχες και εν τέλει επικίνδυνες είναι οι προτεινόμενες προθεσμίες για την «γρήγορη» περαίωση της προδικασίας (άρθρα 3, 7 παρ. 1 και 2, 10 παρ. 1 και 13 παρ. 1). Οι προθεσμίες αυτές θα είναι αδύνατον να τηρηθούν, παράλληλα δε θα ασκούν αφόρητη πίεση στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, με αποτέλεσμα η επιτασσόμενη ταχύτητα να ματαιώνει την ουσιαστική διερεύνηση της υποθέσεως και να διευρύνει -αντί να περιορίσει, όπως επιδιώκει το νομοσχέδιο με την αναμόρφωση της ποινικής προδικασίας- την άσκοπη παραπομπή υποθέσεων στο ακροατήριο.
6. Το αυτό ισχύει και για τον προβλεπόμενο στο νομοσχέδιο υποχρεωτικό προσδιορισμό της μετ'αναβολή δικασίμου εντός διμήνου και ενώπιον της ίδιας συνθέσεως του δικαστηρίου οσάκις την αναβολή έχουν ζητήσει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του (άρθρο 15). Η ρύθμιση θα είναι ανεφάρμοστη αφού στην πράξη θα υπάρξει αδυναμία συγκρότησης ad hoc δικαστηρίου με τους αυτούς δικαστές. Η «τιμωρία» εξ άλλου του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του που ζήτησαν αναβολή με την υπαγωγή του στην αυτήν σύνθεση απειλεί να μεταμορφώσει -εξ αντικειμένου- τον φυσικό δικαστή σε μόνιμο «διώκτη» τους με απρόβλεπτες συνέπειες. Αλλά και η προ διμήνου γνώση από τους διαδίκους της (μετ' αναβολήν) συνθέσεως καθ'εαυτήν ενδέχεται να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην πράξη. Ούτε είναι λογικό να επιτάσσεται η αναβολή εντός διμήνου χωρίς να λαμβάνεται υπόψη τι είδους κώλυμα (υγείας ή άλλο) έχει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, οι οποίοι με την προτεινόμενη ρύθμιση θεωρούνται αδιακρίτως ύποπτοι παρέλκυσης των δικών με προσχηματικά κωλύματα.
7. Σοβαρές αντιρρήσεις δικαιολογούνται, τέλος, σε σχέση με την εκδίκαση κακουργηματικών υποθέσεων ερήμην του κατηγορουμένου (άρθρο 17). Εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται άδικο να δικάζεται ερήμην ο απείθαρχος κατηγορούμενος για κακούργημα που δεν εμφανίζεται στη δίκη μολονότι έχει κλητευθεί, αφού μάλιστα με τον τρόπον αυτόν το δικαστήριο θα εκδίδει απόφαση για την υπόθεση αντί αυτή να παραμένει σε εκκρεμότητα μέχρι να συλληφθεί ο φυγόδικος. Οι σοβαρές αδυναμίες, εν τούτοις, της παρ' ημίν πρακτικής της επιδόσεως των κλήσεων δεν διασφαλίζουν ότι ο μη εμφανιζόμενος κατηγορούμενος έχει λάβει πράγματι γνώση της ημερομηνίας της δίκης του, ενώ η προβλεπόμενη στο σχέδιο δεκαπενθήμερη προθεσμία από την έκδοση της αποφάσεως για την υποβολή αιτήσεως ακυρώσεως δεν θεραπεύει το πρόβλημα. Σημαντικότερο, όμως, είναι τούτο: Η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, που αποτελεί βασικό σκοπό της ποινικής δίκης, δεν είναι κατά κανόνα δυνατή, ιδίως σε υποθέσεις κακουργημάτων, με τον κατηγορούμενο απόντα, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι στην δικαστηριακή πρακτική η ερημοδικία του κατηγορουμένου οδηγεί συνήθως στην καταδίκη του. Η μετατροπή του σημερινού μεγάλου αριθμού των υποθέσεων φυγοδίκων σε υποθέσεις φυγοποίνων δεν θα αποσυμφόρησει το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, αφού οι ίδιοι λόγοι που σήμερα εμποδίζουν την εύρεση και σύλληψη των φυγοδίκων θα εμποδίζουν και την εύρεση και σύλληψη των φυγοποίνων.
Επιφυλασσόμαστε να υποβάλουμε εν ευθέτω χρόνω και άλλες επί μέρους παρατηρήσεις και προτάσεις επί του νομοσχεδίου.